Επικαιρότητα

Η ανιστορικότητα των αντιγερμανικών στερεοτύπων

Στα χρόνια της κρίσης, από το 2009 και ύστερα, ο μεταπολιτευτικός λαϊκός αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στον αντιγερμανισμό. Η οργή των πολιτών για την οικονομική ασφυξία και την ταπεινωτική επιβολή των πολιτικών λιτότητας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ ξέσπασε επί δικαίων και αδίκων, και όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ως πιο εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος ορίζεται ο «άλλος», ο ξένος.

Όμως τα αντιγερμανικά στερεότυπα περί «4ου Ράιχ», «νέας Κατοχής» και η ταύτιση των ναζί με τις σύγχρονες κυβερνήσεις, την Μέρκελ και τον Σόιμπλε είναι το λιγότερο ανιστόρητες και επικίνδυνες, γιατί μέσω αυτής της κατάχρησης της Ιστορίας, όχι μόνο σχετικοποιούνται τα εγκλήματα των ναζί, αλλά και θολώνει το ευρύτερο τοπίο της ιστορικής κουλτούρας, δημιουργώντας μάλιστα αρνητικές πολιτικές προεκτάσεις. Παρ’ ότι τα στερεότυπα αυτά προήλθαν σε κάποιο βαθμό από τις αντανακλαστικά αμυντικές αντιδράσεις σε αντίστοιχα ανθελληνικά στερεότυπα που καλλιεργήθηκαν από μέρος του γερμανικού Τύπου, τα οποία αποτελούν εξίσου μέρος του προβλήματος, φανερώνεται σ’ αυτό το σημείο ξεκάθαρα η έλλειψη ιστορικής παιδείας που μας διακατέχει.

Όπως ίσως καταλάβατε, το κείμενο αυτό αφορμάται από τα γεγονότα του Διστόμου και τη διένεξη ανάμεσα στη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Μανώλη Γλέζο σχετικά με το επιτρεπτό ή μη της κατάθεσης στεφάνου από το Γερμανό πρέσβη στο μνημείο των σφαγιασθέντων. Προσωπικά, βρήκα την κίνηση της πρώην προέδρου της Βουλής, επιεικώς άστοχη και άνευ λογικής. Το χειρότερο όμως, κατ’ εμέ, είναι το σκεπτικό της κίνησης, όπως φανερώνεται και από τη δημοσίευση του συνεργάτη της στο facebook. Η ταύτιση των εγκλημάτων του ναζισμού με τη σύγχρονη πολιτική της Γερμανίας είναι άκρως προβληματική και είναι λυπηρό για μια πολιτικό που μέχρι πρότινος, παρά τις επικοινωνιακές επιθέσεις και τη σεξιστική λάσπη που εξαπολυόταν εναντίον της από τα ΜΜΕ, είχε να επιδείξει μια διαφορετική πορεία και κάποιο έργο, όπως για παράδειγμα η σύσταση της επιτροπής για τη διεκδίκηση των επανορθώσεων, να υιοθετεί τέτοιες απόψεις. Διαβάζουμε:


Για όσους δεν κατάλαβαν, ο πρέσβης εκπροσωπεί μια χώρα που αρνείται να ζητήσει συγνώμη και να αναλάβει τις συνολικές αποζημιώσεις των 341 δις ευρώ. Τουλάχιστον…(Αν κάποιος δεν τα θέλει ή δεν τα χρειάζεται, μπορεί να αράξει στην ησυχία του. Και εμείς να ζητήσουμε τα υπόλοιπά).
Για όσους δεν κατάλαβαν το “παιδί του εγκληματία” σύμφωνα με το Μανώλη Γλέζο, εκπροσωπεί αυτήν τη χώρα (κι ας είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου). Δεν ήρθε εκδρομή στο Δίστομο.
Για όσους δεν κατάλαβαν, η χώρα αυτή έχει καταλάβει τη χώρα μας.
Έχει επιβληθεί και εξοντώνει τη χώρα μας. Εξοντώνει εμάς έναν-έναν. Για όλους θα έρθει η σειρά…
Για όσους δεν κατάλαβαν, μια γυναίκα βγήκε και στάθηκε μπροστά χτες για να μη μπει η γερμανική σημαία πάνω στο μνήμα αυτών που εκτελέστηκαν, χωρίς καμία δικαίωση ακόμη για αυτούς.

 

Προσπερνώντας το γεγονός, το οποίο άλλωστε τόνισε και η πλευρά που πρόσκειται στον Γλέζο, ότι η ίδια είχε βρεθεί στο παρελθόν σε παρόμοιες εκδηλώσεις, παρουσία εκπροσώπων του γερμανικού κράτους, χωρίς να έχει δημιουργήσει κανένα παρόμοιο ζήτημα, ας σταθούμε λίγο παραπάνω στα υπογραμμισμένα.

Πρώτο λάθος: Η συγγνώμη, λεκτικά μεν, πραγματικά δε, έχει ειπωθεί. Όσο υποκριτική και αν τη θεωρεί κανείς, αφού η πρακτική αναγνώριση θα επέβαλλε την καταβολή των αποζημιώσεων, θα πρέπει να την αποδεχθεί.

Δεύτερο λάθος: Η υιοθέτηση της μέχρι πρότινος συνθηματολογίας της «ψεκασμένης» (ακρο)δεξιάς περί Κατοχής. Η Ελλάδα δεν έχει υποστεί την εισβολή κανενός κράτους. Οι πολίτες της είναι ελεύθεροι (άσχετα από το βαθμό επηρεασμού της πολιτικής τους συνείδησης από διάφορους «εξωγενείς» παράγοντες, που είναι μια άλλη συζήτηση) να επιλέξουν τις κυβερνήσεις της αρεσκείας τους. Μπορεί φυσικά να πει κανείς πολλά για την οικονομική πολιτική που ασκείται από τη Γερμανία, για το ρόλο της κυριαρχίας της στην Ευρώπη και τους σκοπούς της, που κι αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση, αλλά χωρίς να εξετάζουμε το ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της εποχής και της πλήρους επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, χάνουμε την μπάλα.

Τρίτο λάθος: Η ταύτιση της γερμανικής με τη ναζιστική σημαία, τέλειο δείγμα αντι-ιστορικής σκέψης. Η Κωνσταντοπούλου δεν προέβη σε καμία αντιστασιακή πράξη, καθώς δεν υφίσταται θέμα κατοχής της χώρας από ξένα στρατεύματα. Μπορούμε να κατηγορήσουμε τη γερμανική κυβέρνηση για πολλά πράγματα, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Όμως είναι το οικονομικό και το πολιτικό συμφέρον μιας χώρας που υπαγορεύει τις πολιτικές της και όχι απαραίτητα το φυλετικό μίσος ή τα εθνικά απωθημένα που σχεδιάζουν εκ νέου, υποτίθεται, την εξόντωση μιας άλλης. Άλλωστε, κατά μία προσφιλή έκφραση, το Κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Είναι λογικό κάθε χώρα να υπερασπίζεται τα όποια συμφέροντα της, ακόμα κι αν έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, την αίσθηση του δικαίου ή τις ανάγκες άλλων χωρών.

Το ζήτημα των αποζημιώσεων άλλωστε, είναι πλέον ξεκάθαρα πολιτικό και είναι διαφορετικό από το «ποτέ ξανά», που είναι κυρίως ζήτημα ιστορικής μνήμης. Οι ευθύνες άλλωστε, πέρα από τους μακροχρόνια κωφεύοντες Γερμανούς ιθύνοντες θα πρέπει να αναζητηθούν και στην ολιγωρία των ελληνικών κυβερνήσεων του παρελθόντος (κυρίως της δεκαετίας του ’50 αλλά και αργότερα), οι οποίες, στο όνομα της ελληνογερμανικής φιλίας και της αποκατάστασης των διμερών σχέσεων μέσω της λήθης του δύσκολου παρελθόντος, επέλεξαν συνειδητά την απαλοιφή των απαιτήσεων για τις αποζημιώσεις.

Όπως πολύ σωστά είπε αργότερα ο Γλέζος, τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς για εθνική μειοδοσία, ούτε συλλογική ευθύνη ενός λαού (ναζιστικής έμπνευσης ήταν άλλωστε αυτή η αρχή), ούτε κληρονομική ευθύνη υπάρχει. Όσο υποκριτικά κι αν μπορεί να θεωρήσει κανείς τη συγγνώμη και τα στεφάνια, άλλο τόσο υποκριτικό μπορεί να θεωρήσει κάποιος άλλος και το νταηλίκι προς άγραν δημοσιότητας ή/και ψήφων.

Οι γερμανικές αποζημιώσεις προφανώς και πρέπει να διεκδικηθούν. Το παιχνίδι όμως πρέπει να παιχτεί στο διπλωματικό πεδίο. Αυτή είναι η μόνη λύση στις διακρατικές διενέξεις και όχι η άκριτη υιοθέτηση ρατσιστικών στερεοτύπων και μισαλλόδοξων μύθων περί εθνικής ανωτερότητας. Ο ναζισμός δεν ήρθε επειδή οι Γερμανοί είναι φύσει μοχθηροί, αλλά γιατί οι μεσοπολεμικές συνθήκες δημιούργησαν ευήκοα ώτα για τα κελεύσματά του. Όσο βλέπουμε στους Γερμανούς έναν λαό ναζιστών, ρατσιστών και φονιάδων, τόσο θα βλέπουν κι αυτοί στους Έλληνες έναν λαό τεμπέληδων και απατεώνων.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Δημήτρης Ντούρος