Τσαρσί (carci) στο τούρκικο λεξιλόγιο σημαίνει "αγορά". Ωστόσο η λέξη αυτή απ΄τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά έπαψε να είναι συνυφασμένη με την ξακουστή αγορά του Βοσπόρου και συνδέθηκε πολύ περισσότερο με την εικόνα ενός ασπρόμαυρου αετού σε μαύρο φόντο. Βλέπετε "Τσαρσί" για τους Κωνσταντινοπολίτες σημαίνει ποδόσφαιρο και ειδικότερα σημαίνει Besiktas (Μπεσίκτας) και είναι ένα από τα πιο γνωστά κλαμπ οπαδών της Τουρκίας. Η Μπεσίκτας στην Τουρκία είναι η ομάδα του λαού, είναι η ομάδα που γεννήθηκε στις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης όταν το 1902 ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ συνέλαβε και φυλάκισε μια ομάδα νέων που συνήθιζαν να συγκεντρώνονται στον κήπο του Οσμάν Πασά για να παίξουν. Όταν το 1911 οι νέοι που είχαν συλληφθεί με την κατηγορία της "πολιτικής συναθροίσεως" απελευθερώθηκαν, δημιούργησαν την ποδοσφαιρική ομάδα Μπεσίκτας, η οποία έκτοτε έγινε το σύμβολο των μειονοτήτων και των αδικημένων και των εργατών.
Οι Τσαρσί ήρθαν λίγο αργότερα, συγκεκριμένα το 1982, μετά το πραξικόπημα του Εβρέν και όταν η Τουρκία κατακλυζόταν για μέρες από διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας.
Έτσι η νέα ένωση οπαδών της Μπεσίκτας πήρε το βάπτισμα πυρός μέσα από διαμάχες και συγκρούσεις με την εξουσία, ένα ξεκίνημα το οποίο θα καθορίσει στη συνέχεια ολόκληρο τον πολιτικό-κοινωνικό πυρήνα των Τσαρσί. Ο σύλλογος αυτός φάνηκε από την αρχή πως επιθυμούσε να αποστασιοποιηθεί από τις υπόλοιπες ενώσεις υποστηρικτών της Μπεσίκτας. Για να το επιτύχει αυτό φρόντισε να προσελκύσει κόσμο που παρά τις κοινωνικές, πολιτιστικές ή ακόμα και ταξικές διαφορές του μοιραζόταν μια κοινή πεποίθηση. Και αυτή ήταν πως η ομάδα τους είναι κάτι παραπάνω από μια αθλητική ομάδα που παίζει για αστούς κεφαλαιοκράτες με σκοπό να την χρηματοδοτούν, είναι μια ομάδα που παίζει για το λαό και αγωνίζεται παρέα με τους οπαδούς της σε κάθε κοινωνικό αγώνα, σε κάθε διεκδίκηση ενάντια στα πυρηνικά όπλα και σε κάθε εκδήλωση αλληλεγγύης απέναντι σε εκείνους που έχουν αδίκως φυλακιστεί.
Με τα χρόνια λοιπόν, οι τσαρσί έχουν σταθεί δίπλα σε ομάδες που μέμφονταν την εκμετάλλευση, που διαφωνούσαν με τα πυρηνικά και που υποστήριζαν πως η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα από τα μεγαλύτερα αγαθά. Έτσι τους είδαμε να στέκονται πλάι σε ομάδες οικολόγων, πολιτικών ακτιβιστών και δημοσιογράφους-δεσμώτες σε όλες τις εκφάνσεις σύγκρουσής τους με την εξουσία. Βλέποντας κανείς όλα αυτά τα στοιχεία αβίαστα μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα πως το "κλαμπ" αυτό δεν είναι διαρθρωμένο από απλούς οπαδούς αλλά από ακτιβιστές κάθε γενιάς. Παρά όμως τα φαινόμενα, το συμπέρασμα αυτό θα ήταν σαθρώς θεμελιωμένο. Οι Τσαρσί πάνω απ' όλα δηλώνουν οπαδοί της Μπεσίκτας, και έχοντας αυτό ως κοινό παρονομαστή δέχονται και αποζητούν το ρόλο των υπερασπιστών των αδυνάτων. Αν ξεπεράσει κανείς τα στενά όρια του κοινωνικού πρέπει και του σε τι συνίσταται η ύπαρξη μιας ποδοσφαιρικής ένωσης, μπορεί ακόμα και να κατανοήσει πως όλες οι δράσεις στις οποίες συμμετέχουν αυτοί οι οπαδοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι του συλλόγου τους.
Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο. Καθώς δεν είναι τόσο παράλογο για μια ένωση αθλητική που ξεκίνησε ως σύμβολο κατά της εξουσίας και του εγκλεισμού να έχει σήμερα μαζέψει στους κόλπους της ανθρώπους που τάσσονται κατά της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας. Όταν λοιπόν τον Ιούνιο του 2013, το πάρκο Γκεζί πλημμυρισμένο με χιλιάδες διαδηλωτές κατά της αυταρχικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν, κατέκλυσε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, μία εικόνα ήταν αυτή που της έμελε να δώσει το στίγμα του αγώνα που δινόταν εκείνες τις μέρες στην Τουρκία. Αυτή η εικόνα έδειχνε μέλη της τσαρσί ανεβασμένα πάνω σε μία μπουλντόζα με τις γροθιές του στον αέρα και τα κασκόλ της ομάδας τους περασμένα στο λαιμό τους, να "σπάνε" την αστυνομική παράταξη η οποία εκείνη τη στιγμή επιχειρούσε με αντλίες νερού να διώξει τους πολίτες από την πλατεία του Ταξίμ.
Και αυτή ακριβώς η εικόνα συνιστά τη βάση της κατηγορίας περί "απόπειρας πραξικοπήματος" με την οποία φορτώθηκαν 35 μέλη του συλλόγου Τσαρσί της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι οπαδοί της Μπεσίκτας επιχείρησαν να καταλύσουν το ισλαμοκεντρικό καθεστώς της Τουρκίας, όταν διέδωσαν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης φωτογραφίες των συγκρούσεών τους με την αστυνομία. Οι "ανατρεπτικοί" της διαδήλωσης κατά της κυβέρνησης του Ερντογάν φορούσαν, σύμφωνα με την εισαγγελική αρχή, κασκόλ και καπέλα που έφεραν τα διακριτικά σήματα της Μπεσίκτα. Και εφόσον τα μέλη του καλμπ Τσαρσί ήταν οι για την αστυνομία οι "γνωστοί-άγνωστοι" των αντικυβερνητικών εκδηλώσεων, θεωρήθηκε πως η τιμώρηση προς παραδειγματισμό μπορεί να αποτρέψει όσους επίδοξους θελήσουν να τα βάλλουν με την τούρκικη κυβέρνηση. Η πρώτη αντίδραση των με ισόβια κάθειρξη κατηγορουμένων οπαδών θεωρήθηκε από την κυβέρνηση ακόμα πιο προκλητική καθώς ο εκπρόσωπος του αθλητικού συνδέσμου δήλωσε ενώπιον της τουρκικής τηλεόρασης πως "αν κάναμε ποτέ πραξικόπημα, θα το κάναμε για να βγεί πρώτη η Μπεσίκτας στο πρωτάθλημα".
Βέβαια με τον καιρό να περνάει και την στάση της εισαγγελίας να μην αλλάζει, οι 35 οπαδοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως ο κρατικός φόβος για ανατροπή του καθεστώτος είναι τόσο αυξημένος ώστε να φτάσουν σε σημείο να φυλακίσουν ακόμα και εκείνους. Έτσι, την 16 Δεκεμβρίου του 2014, δεκάδες αλληλέγυες ομάδες βρέθηκαν έξω από τα Δικαστήρια, προκειμένου να δηλώσουν τη στήριξή τους στους 35 κατηγορύμενους, αλλά και σε όλους εκείνους του δημοσιογράφους που επίσης αντιμετωπίζουν κατηγορίες προσπάθειας λύσης του καθεστώτος με τη διάδοση διαστρεβλωμένων ειδήσεων. Η δίκη αναβλήθηκε για να δικαστεί τον Απρίλιο και μέχρι τότε τα μάτια όλων θα είναι στραμμένα πάνω τους. Φαίνεται λοιπόν πως η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν, εν έτη 2015, και μ' έναν πραγματικό πόλεμο να μαίνεται στα ανατολικά της αναλώνεται και κάνει επίδειξη δύναμης στους εσωτερικούς "αντιπάλους" της, έτσι καταλήγει να κατηγορεί οπαδούς και δημοσιογράφους ότι είναι μπλεγμένοι μέσα σε μια ευρύτερη συνωμοσία ανατροπής του καθεστώτος.
Η δίκη που ξεκίνησε με κατηγορίες και με την τουρκική κυβέρνηση να κατηγορεί τα 35 μέλη του "Τσαρσί" για "σύσταση εγκληματικής συμμορίας η οποία είχε σκοπό να πραγματοποιήσει πραξικόπημα", έχει ήδη απασχολήσει μια τεράστια μερίδα του διεθνή τύπου καθώς θεωρείται άλλο ένα δείγμα της όλο και αυξανόμενης συνωμοσιολογικής παράνοιας που επιδεικνύει τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν. Παρέα με τους 95 δημοσιογράφους που τελούν υπό κράτηση από τον 2013, οι 35 οπαδοί συνιστούν μία παράταιρη θα έλεγε κανείς προσθήκη του "αντιτρομοκρατικού νόμου" με τον οποίο εδώ και μερικά χρόνια η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλλει τη σιωπή όσους δεν επιθυμεί πια να ακούει.